-
1 ушивать
ушиватьнесов, ушить сов στενεύω, μαζεύω:\ушивать платье στενεύω τό φόρεμα у́шко, ушко с1. уменьш. τό αὐτί, τό αὐτάκι· ◊ у него́ у́шки на маку́шке разг ἔχει τσιτωμένα τ' αὐτιά του·2. (игла и т. п.) ἡ τρύπα (βελόνας):вдеть нитку в \ушивать иголки περνώ τήν κλωστή στήν τρύπα τής βελόνας'3. (сапога) ἡ γλώσσα (παπουτσιοῦ). -
2 номер
1. (порядковое число) о αριθμός- бортовой мор. - κατασκευαστικός - του ναυπηγείουзаводской - του εργοστασίου (αριθμός της σειράς στην κατασκευή του μηχανήματος)« - телефона не отвечает» « - του τηλεφώνου δεν απαντάει»2. (размер) о αριθμόςτομέγεθος3. (сольный) ο/η μονωδός,η μονωδία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номер
-
3 крючок
το άγκιστρ/ο, ο γάντζος, το αγκίστριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крючок
-
4 увод
1. (куда-л. из какого-л. места) η μεταφορά, η μετακίνηση 2. (воровство, угон) η απαγωγή, η αρπαγή, το κλέψιμο 3. тех. η μετατόπιση, η παρέκκλισηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > увод
-
5 игольник
το κιβώτιο βελον(ι)ών, η βε-λονοθήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > игольник
-
6 проскок
тех. η αναπήδηση, το αναπήδημα, η παράλειψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проскок
-
7 деклинатор
το αποκλισιόμετρο, το όργανο μέτρησης της απόκλισης της μαγνητικής βελόνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деклинатор
-
8 девиация
-и θ.1. απόκλιση της μαγνητικής βελόνας.2. παρέκκλιση από την κατεύθυνση (αεροπλάνου, πλοίου κλπ.).
См. также в других словарях:
ηλεκτρόφωνο — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την ανάγνωση την ενίσχυση και την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν αποτυπωθεί σε δίσκους βινυλίου. Το η. αποτελείται βασικά από έναν κινητήρα για την περιστροφή του δίσκου, σύστημα βραχίονα και κεφαλής με μεταλλική ή … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
θερμοηλεκτρικό ζεύγος ή θερμοστοιχείο — Σύστημα δύο διαφορετικών μετάλλων που είναι συγκολλημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να σχηματίζουν, κατά κάποιον τρόπο, ένα κύκλωμα (το κάθε άκρο του ενός αγωγού κολλάει με το αντίστοιχο άκρο του άλλου). Στα κοινά άκρα του συστήματος εμφανίζεται μία… … Dictionary of Greek
Λάνγκερ, Φράντισεκ — (Frantisek Langer, Πράγα 1888 – 1965). Τσέχος συγγραφέας και δραματουργός. Πολέμησε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και η εμπειρία αυτής της τραγωδίας στιγμάτισε την καλλιτεχνική του διαμόρφωση. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του έγραψε το διήγημα Ο… … Dictionary of Greek
Σταφ, Λεοπόλδος — (Slaff). Πολωνός ποιητής (1878 1957). Οι σημαντικότερες ποιητικές συλλογές του Η ημέρα της ψυχής (1903), Στα πετεινά του ουρανού (1905), Χαμόγελα των ωρών (1908), Η τρύπα της βελόνας (1927) και τα Τα ψηλά δέντρα, αποχτούν ιδιαίτερη σημασία… … Dictionary of Greek
κύαρ — το (Α κύαρ, ατος) μικρή οπή, όπως η οπή τής βελόνας («ῥάβδον λαβὼν κασσιτερίνην λεπτὴν ἐκ τοῡ ἑτέρου κύαρ ἔχουσαν», Ιπποκρ.) 2. το βαθύτερο σημείο τού ακουστικού πόρου νεοελλ. 1. η οπή τής στομίδας τού χαλινού στην οποία προσαρμόζεται η γλωχίδα… … Dictionary of Greek
κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… … Dictionary of Greek
αβελόνιαστος — η, ο [βελονιάζω] 1. (για κλωστή) αυτή που δεν περάστηκε από την τρύπα τής βελόνας 2. (για βελόνα) αυτή, από την τρύπα τής οποίας δεν περάστηκε κλωστή 3. (για ύφασμα) αυτός που δεν μπορεί να ραφτεί επειδή είναι σκληρός ή φθαρμένος … Dictionary of Greek
βελόνιασμα — το 1. το πέρασμα της κλωστής στην τρύπα της βελόνας 2. ράψιμο με βελόνα 3. τρύπημα με βελόνα … Dictionary of Greek
κάμιλος — κάμιλος, ὁ (AM) χοντρό και μακρύ σχοινί, κν. καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δ. γρφ. του κάμηλος, που ερμηνεύθηκε από τους Έλληνες «χοντρό σχοινί» λόγω του χωρίου της Καινής Διαθήκης ευκοπώτερόν εστι κάμηλον … Dictionary of Greek